- διχασμός
- (Ιατρ.).Θέση στην οποία μια απλή δομή, όπως είναι η τραχεία, διαχωρίζεται σε δύο κλάδους.
* * *ο (AM διχασμός) [διχάζω]διαίρεση σε δύο μέρη, διχοτόμησηνεοελλ.1. διχογνωμία, διαφωνία, διαίρεση σε δύο αντίπαλες παρατάξεις («διχασμός κόμματος»)2. φρ. «διχασμός προσωπικότητας» — διαταραχή κατά την οποία γεγονότα που σχηματίζονται στον εγκέφαλο θεωρούνται από τον πάσχοντα ότι συμβαίνουν έξω απ' τον εαυτό του ή κατά την οποία ο ασθενής αισθάνεται ότι συνυπάρχουν εντός του δύοαρχ.1. διαίρεση διά δύο2. πληρωμή σε δύο δόσεις.
Dictionary of Greek. 2013.